Σωριάζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: σωριάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
instorten, crisis, ineenstorten, uiteenvallen, ineenstorting, instorting, collapse
Σωριάζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωριάζομαι

σωριάζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σωριάζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σωπαίνω στα ολλανδικά - stillen, kalmeren, rustigheid, bedaren, rust, kalmte, stilte, ...
  • σωρευτικός στα ολλανδικά - cumulatieve, cumulatief, gecumuleerde, de cumulatieve
  • σωριάζω στα ολλανδικά - schoof, bos, garf, bundel, verpakking, pakket, pakje, ...
  • σωρός στα ολλανδικά - menigte, buis, schare, troep, hoop, ophopen, tas, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωριάζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: instorten, crisis, ineenstorten, uiteenvallen, ineenstorting, instorting, collapse