Vaststellen στα ελληνικά
Μετάφραση: vaststellen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλής, ασφαλίζω, επιβάλλω, εξακριβώνω, διασφαλίζω, καθιερώνω, φτιάχνω, διαπιστώνω, καθορίζω, ιδρύω, εδραιώνω, εκτοξεύω, προσδιορίζω, εξαπολύω, καθελκύω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanbranden στα ελληνικά - καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
- beëindigen στα ελληνικά - ολοκληρώνω, περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, ολόκληρος, τέλος, για τον τερματισμό, ...
- braden στα ελληνικά - ψήνω, καβουρδίζω, τοστ, καβουρντίζω, πρόποση, ψητό, ψητά, ...
- peinzen στα ελληνικά - σταθμίζω, αναχαράζω, συλλογίζομαι, αναμετρώ, ζυγιάζω, σκέπτομαι, διαλογίζεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Vaststellen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλής, ασφαλίζω, επιβάλλω, εξακριβώνω, διασφαλίζω, καθιερώνω, φτιάχνω, διαπιστώνω, καθορίζω, ιδρύω, εδραιώνω, εκτοξεύω, προσδιορίζω, εξαπολύω, καθελκύω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: ασφαλής, ασφαλίζω, επιβάλλω, εξακριβώνω, διασφαλίζω, καθιερώνω, φτιάχνω, διαπιστώνω, καθορίζω, ιδρύω, εδραιώνω, εκτοξεύω, προσδιορίζω, εξαπολύω, καθελκύω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί