Λέξη: σακίδιο

Σχετικές λέξεις: σακίδιο

σακίδιο πλάτης, σακίδιο έκτακτης ανάγκης, σακίδιο πλάτης γυναικείο, σακίδιο mcm, σακίδιο terra, σακίδιο μ71, σακίδιο m71, σακίδιο πλάτης laptop, σακίδιο πλάτης trekking, σακίδιο north face vault

Συνώνυμα: σακίδιο

σάκος, γύλιος, σάκκος με προμήθειες

Μεταφράσεις: σακίδιο

σακίδιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rucksack, knapsack, backpack, bag, pack

σακίδιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mochila, la mochila, mochila de, rucksack, petate

σακίδιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rucksack, Rucksack, Rucksacks

σακίδιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sac, sac à dos, rucksack, à dos, havresac

σακίδιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zaino, rucksack, zainetto, lo zaino, zaini

σακίδιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mochila, Mochilas, Mochilas de, rucksack, rucksack saco

σακίδιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knapzak, rugzak, rugzakje, rucksack, de rugzak, rug zak

σακίδιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рюкзак, рюкзака, рюкзаком, Рюкзаки

σακίδιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ryggsekk, ryggsekken, sekken, sekk, rucksack

σακίδιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ryggsäck, ryggsäcken, ryggsäcks, ryggsäckens, Ryggsäckar

σακίδιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
reppu, rinkka, selkäreppu, rinkan, repun

σακίδιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skuldertaske, rygsæk, rygsækken, rucksack, rygsække

σακίδιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
batoh, Ruksaky, ruksak, batohem, batoh s

σακίδιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plecak, plecaki, plecaka, rucksack

σακίδιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hátizsák, hátizsákok, hátizsákot, hátizsákban, hátizsákját

σακίδιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sırt çantası, Rucksack, Arka çantaları, sırt, sırt çantası ile

σακίδιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рюкзак, наплічник

σακίδιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çantë shpine, çantë shpine të, çantë, shpine, e çantave

σακίδιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раница, раницата, торбата, за раница

σακίδιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяшок, заплечнік, рюкзак, рукзак

σακίδιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seljakott, seljakoti, seljakotti, seljakotis

σακίδιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ruksak, naprtnjača, ranac

σακίδιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bakpoka, Bakpoki

σακίδιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuprinė, kelionmaišis, Rucksack, Kuprinės, Backpack, Skirtas maišas

σακίδιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mugursoma, mugursomu, mugursomā

σακίδιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ранец, ранецот, раница, торба

σακίδιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rucsac, rucsacul, rucksack, rucsacului

σακίδιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nahrbtnik, nahrbtnikom, nahrbtnika, nahrbtniku

σακίδιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
batoh, ruksak, taška

Στατιστικά δημοτικότητας: σακίδιο

Τυχαίες λέξεις