Λέξη: βωμός

Σχετικές λέξεις: βωμός

βωμός του δία, βωμόσ του μολώχ, βωμόσ του διόσ στην πέργαμο, βωμός 12 θεών, βωμόσ στον άγνωστο θεό, βωμόσ του διόσ, βωμός του ελέους, βωμός περγάμου, βωμός των δώδεκα θεών, βωμός ετυμολογία

Συνώνυμα: βωμός

άγια τράπεζα, ναός, ιεροφυλάκιο, λειψανοθήκη

Μεταφράσεις: βωμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
altar, shrine, an altar, altar was, altar of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
altar, altar de, el altar, altar mayor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altar, Altar, Altars
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autel, l'autel, autel de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altare, all'altare, dell'altare, sull'altare, altare maggiore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altar, altar de, do altar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
altaar, altaars
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автор, престол, жертвенник, алтарь, алтаря, алтарем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alter, alteret
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
altare, altaret, altar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alttari, alttarin, alttarille, alttarilla, alttaria
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alter, alteret, Alterets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oltář, oltářní, oltáře, oltáři, oltářem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzeźba, rzeźbiarstwo, ołtarz, ołtarza, ołtarzu, ołtarzem, altar
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oltár, oltárt, oltáron, oltárán, oltára
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
altar, sunak, sunağı, mihrap, sunağın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жертовник, олтар, престол, женитися, вівтар, вівтаря, алтар
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
altar, altarin, altari, altarin prej, altar kushtuar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
престол, олтар, жертвеник, олтара, жертвеника
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
алтар, ахвярнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
altar, altari, altaril, altarile, altarit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oltar, oltaru, žrtvenik, oltarna, oltara
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
altari, altarið, altaristöflu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ara
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
altorius, Aukuras, aukurą, altoriaus, altorių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
altarīs, altāris, altāra, altāri
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
олтар, жртвеникот, жртвеник, олтарот, олтарната
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
altar, altarul, altarului, de altar
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oltar, altar, oltarju, oltarna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oltár, oltári, oltára

Στατιστικά δημοτικότητας: βωμός

Τυχαίες λέξεις