Verwantschap στα ελληνικά

Μετάφραση: verwantschap, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλξη, συνάφεια, σχέση, αγχιστεία, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
Verwantschap στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstraheren στα ελληνικά - περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, συμπεραίνω, μαζεύομαι, συνάγω, μαζεύω, περίληψη, ...
  • afgestudeerd στα ελληνικά - απόφοιτος, αποφοιτώ, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
  • hiervandaan στα ελληνικά - από, από την, από το, από τις, από τη
  • lamsvlees στα ελληνικά - αρνί, αρνιού, αμνού, αμνών, αρνάκι
Τυχαίες λέξεις
Verwantschap στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλξη, συνάφεια, σχέση, αγχιστεία, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση