Αγχιστεία στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγχιστεία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwantschap, affiniteit, de affiniteit, affiniteit heeft
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχιστεία
αγχιστεία ετυμολογία, καταχρηστική αγχιστεία, αγχιστεία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγχιστεία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγρότης στα ολλανδικά - landbouwer, meier, landman, boer, pachter, landbouwers, bedrijfshoofd, ...
- αγχίνοια στα ολλανδικά - schranderheid, scherpzinnigheid, slimheid, sluwheid, shrewdness
- αγχωμένος στα ολλανδικά - angstig, bezorgd, ongerust, angstige, bang
- αγχόνη στα ολλανδικά - galg, galgen, gallows, de galg
Τυχαίες λέξεις
Αγχιστεία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwantschap, affiniteit, de affiniteit, affiniteit heeft
Μεταφράσεις: verwantschap, affiniteit, de affiniteit, affiniteit heeft