Voortmaken στα ελληνικά
Μετάφραση: voortmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπεύδω, βιάζομαι, τρέχω, βιασύνη, ορμή, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- harmonie στα ελληνικά - αρμονία, αρμονίας, την αρμονία, αρμονικά, της αρμονίας
- knipogen στα ελληνικά - αναβοσβήνω, ριπή οφθαλμού, Φλερτ, κλείσιμο ματιού, wink, κλείσιμο του ματιού
- oefenen στα ελληνικά - ασκώ, άσκηση, εξασκώ, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
- rechtopstaand στα ελληνικά - ακατάστατος, κάθετος, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
Τυχαίες λέξεις
Voortmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπεύδω, βιάζομαι, τρέχω, βιασύνη, ορμή, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί
Μεταφράσεις: σπεύδω, βιάζομαι, τρέχω, βιασύνη, ορμή, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί