Λέξη: λοχίας

Σχετικές λέξεις: λοχίας

λοχίας σούμπερτ, λοχίας ναρκαλιευτής σκοτώθηκε στην αττική οδό σε απίστευτο τροχαίο, έφεδροσ λοχίασ, λοχίας σουλτς, λοχίας υπηρεσίας λόχου, λοχίασ english, λοχίας ́ιντζος, λοχίας επυ, λοχίας ίτσιος, επίδομα λοχείας

Συνώνυμα: λοχίας

αρχιφύλακας, κλητήρας δικαστήριου, σμηνίας, κλητήρας βουλής

Μεταφράσεις: λοχίας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sergeant, Sgt, a sergeant, sergeant in
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sargento, sargento de, El sargento, sargento del, del sargento
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fähnrich, sergeant, feldwebel, Sergeant, Feldwebel, Unteroffizier, Wachtmeister
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caporal-chef, sergent, brigadier, Le sergent, sergent de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sergente, Sergeant, il sergente, maresciallo, brigadiere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sargento, Sergeant, sargento de, sargento do, sargento da
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sergeant, brigadier, de Sergeant, wachtmeester
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фельдфебель, сержант, сержанта, Sergeant, сержантом, старшина
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sersjant, sersjanten, Sergeant, overbetjent
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sergeant, sergeanten, Sergeant Ha som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kersantti, alikersantti, sergeant, Sergeant Aloitti, ylikonstaapeli, kersantin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sergent, Sergeant, sergenten, overbetjent
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
seržant, seržanta, četař, rotmistr, seržant se
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sierżant, Sergeant, sierżantem, sierżanta, Sierżancie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
őrmester, õrmester, Sergeant, őrmestert, őrmesternek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çavuş, sergeant, çavuşu, uzman çavuş, çavuşun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сержанте, сержант, сержанта
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rreshter, reshteri, rreshteri, kapter, rreshter i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сержант, на сержант, сержант от, сержанта
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сяржант, сержант
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seersant, Vanemseersant, seersandi, Sissekirjutus, vanemkonstaabel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodnik, narednik, je narednik, Sergeant, narednik je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
liðþjálfi, Sergeant, Hermaðurinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
seržantas, serzantas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
seržants, seržants Pieraksts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наредник, водник, наредникот, капларот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sergent, sergentul, sergent de, sergentului, plutonierul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
seržant, narednik, narednika, vodnik, Sergeant, poročnik
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
seržant, Collet, seržanta

Στατιστικά δημοτικότητας: λοχίας

Τυχαίες λέξεις