Βιάζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: βιάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haastigheid, dringen, jachten, haasten, voortmaken, haast, vaart, spoed, opschieten, schiet
Βιάζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιάζομαι

βιάζομαι να μεγαλώσω, vito βιάζομαι, βιάζομαι αρχαία, βιάζομαι αρχικοί χρόνοι, ονειροκριτης βιάζομαι, βιάζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βιάζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βερνικώνω στα ολλανδικά - lak, verlakken, glazuur, vernis, lakken, polijsten, Pools, ...
  • βηματίζω στα ολλανδικά - lopen, trede, opstap, stappen, treden, schrede, tree, ...
  • βιαιοπραγία στα ολλανδικά - stormloop, aanranden, bestorming, aanval, charge, aantasten, tackelen, ...
  • βιασμός στα ολλανδικά - verkrachten, verkrachting, koolzaad, raapzaad, verkrachtingen, van verkrachting
Τυχαίες λέξεις
Βιάζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: haastigheid, dringen, jachten, haasten, voortmaken, haast, vaart, spoed, opschieten, schiet