Wagenschot στα ελληνικά

Μετάφραση: wagenschot, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάτνωμα, προεδρείο, ξύλινη επένδυση, ξύλινο πλαίσιο, καλύπτω εσωτερικώς με σανίδας
Wagenschot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • activeren στα ελληνικά - ενεργοποιώ, αρχίζω, ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχή, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ...
  • boeken στα ελληνικά - βιβλίο, καταγράφω, καπαρώνω, ρεκόρ, δίσκος, παρακαταθήκη, αμπάρι, ...
  • fjord στα ελληνικά - λίμνη, φιόρδ, φιορδ, στο φιόρδ, στα φιόρδ
  • sinaasappel στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
Τυχαίες λέξεις
Wagenschot στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάτνωμα, προεδρείο, ξύλινη επένδυση, ξύλινο πλαίσιο, καλύπτω εσωτερικώς με σανίδας