Λέξη: αδιάκριτος

Σχετικές λέξεις: αδιάκριτος

αδιάκριτος στα αγγλικά, αδιάκριτος αγγλικά, αδιάκριτοσ english, αδιάκριτος συνώνυμο, αδιάκριτος μετάφραση

Συνώνυμα: αδιάκριτος

περίεργος, παράξενος, ασύνετος, ασαφής, μη ευκρινής

Μεταφράσεις: αδιάκριτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tactless, inquisitive, snooper, indiscreet, indistinct, presuming, curious
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indiscreto, mirón, curioso, fisgón, Snooper, espía, sno, de Snooper
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neugierig, taktlos, Schnüffler, snooper, Schnüffel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indélicat, interrogateur, inquisiteur, scrutateur, fureteur, tactile, curieux, indiscret, Snooper, espion, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
curioso, ficcanaso, Snooper
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curioso, bisbilhoteiro, Snooper, Snooper de, O Snooper, intrometido
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weetgierig, nieuwsgierig, benieuwd, bemoeial, Snooper, van Snooper, de Snooper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бестактный, нетактичный, некорректный, пытливый, любознательный, испытующий, дотошный, детектив, Snooper
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taktløs, snooper, snoker
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
taktlös, nyfiken, snooper, Snoopers, Snooper har, av Snooper, Snooper är
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
utelias, kyylä, Snooper, nuuskija, Snooperin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nysgerrig, Snooper, Snoopers
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pátravý, zvědavý, netaktní, zkoumavý, zvědavec, všetečný, fízl, Snooper, slídil, kdo šmíruje, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dociekliwy, ciekawski, wścibski, nietaktowny, ciekawy, badawczy, niedelikatny, snooper, sniffer, firmy Snooper
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szaglászó, SNOOPER, a SNOOPER
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meraklı, snooper, Snooper için
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розслідування, нетактовний, детектив
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhbirues
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
SNOOPER
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэтэктыў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küsiv, taktitu, uudishimulik, taktitundetu, Nuuskija, SNOOPER, Parim SNOOPER
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
znatiželjan, radoznao, netaktičan, njuškalo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forvitinn, snooper
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
SNOOPER
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziņkārīgs, zinātkārs, Snooper
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
snooper
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curios, Snooper, ca Snooper
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
netaktní, SNOOPER, Vohljač
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
všetečný, netaktní, fízel, Fízl
Τυχαίες λέξεις