Weerhouden στα ελληνικά

Μετάφραση: weerhouden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, παρεμποδίζω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
Weerhouden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alom στα ελληνικά - παντού, κόσμο, οπουδήποτε, όλων των περιοχών, παντού στην
  • drainage στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
  • gerechtszaak στα ελληνικά - θήκη, αρμόζω, εξυπηρετώ, περιστατικό, προξενώ, αιτία, βολεύω, ...
  • ongedierte στα ελληνικά - παράσιτα, παρασίτων, επιβλαβών οργανισμών, επιβλαβείς οργανισμούς, τα παράσιτα
Τυχαίες λέξεις
Weerhouden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, παρεμποδίζω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί