Λέξη: καπό

Σχετικές λέξεις: καπό

ολιβιέ καπό, το καπό, βάψιμο καπό, βαφή καπό, καπό αυτοκινήτου, αμορτισέρ καπό, αεραγωγοί καπό, καπό στα αγγλικα, καπό e46, καπό αγγλικά

Συνώνυμα: καπό

κουκούλα, καλύπτρα, κάπο, γυναικείο καπελλάκι

Μεταφράσεις: καπό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bonnet, hood, lid, the hood, the bonnet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gorro, gorra, capucha, capó, capota, campana, hood
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lärmschutzhaube, motorhaube, haube, mütze, Abzugshaube, Haube, Kapuze, Motorhaube, Verdeck
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coiffe, capot, bonnet, hotte, capuchon, capuche, aspirante
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cofano, cappuccio, cappa, del cappuccio, il cappuccio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capô, capuz, capota, capa, exaustor
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
motorkap, kap, wagenkap, capuchon, afzuigkap, huik
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чепчик, чехол, капот, верх, капор, капюшон, вытяжка, капота, колпак
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hette, kyse, panser, Vifte, panseret, hetten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
huva, motorhuv, huven, huv
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
peitto, konepelti, kuori, myssy, rasia, kate, huppu, hood, kuvun, hupun, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
motorhjelm, Hood, hætte, hætten, emhætten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kapota, kryt, čepec, kapuce, digestoř, kapucí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osłona, maska, czepek, nakładka, czapka, pokrywa, kaptur, okap, kapturem, hood, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sapka, motorháztető, Hood, kapucnival, kapucni, kapucnis
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başlık, kukuleta, kaput, hood, davlumbaz
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чепчик, капелюшок, капот
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapuç, individualitet, kapak, hood
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
качулка, Худ, капак, абсорбатор, качулката
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капот, Капотэ
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kapott, tanu, kapuuts, kate, kapuutsiga, hood
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hauba, preklopnik, kapa, poklopac, kapuljača, napa, sjenilo, poklopac od
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hetta, Hood, hettu, hlíf, hlífin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaubtuvas, gaubtas, dangtis, hood, gaubtu, gobtuvas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārsegs, kapuce, nosūcējs, Hood, kapuci
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хауба, качулка, хаубата, аспираторот, капакот на моторот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capotă, glugă, capota, hota, gluga
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hood, kapuco, napa, kapuca, senčilo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kryt, kapota, kapucňa, kapucne, kapuca
Τυχαίες λέξεις