Wimpel στα ελληνικά
Μετάφραση: wimpel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημαία, λάβαρο, μπαϊράκι, σήμα, επισείοντα, επισείων, επισείοντος
Μεταφράσεις
- acquisitie στα ελληνικά - ικανότητα, διενέργεια, ενεργητικό, απόκτημα, τέχνη, απόκτηση, επιδεξιότητα, ...
- crucifix στα ελληνικά - σταυρός, σταυρό, εσταυρωμένος, εσταυρωμένο
- gebruik στα ελληνικά - χρήση, άσκηση, τρόπος, χρησιμοποιώ, έθιμο, συνήθεια, εργασία, ...
- participeren στα ελληνικά - συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
Τυχαίες λέξεις
Wimpel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημαία, λάβαρο, μπαϊράκι, σήμα, επισείοντα, επισείων, επισείοντος
Μεταφράσεις: σημαία, λάβαρο, μπαϊράκι, σήμα, επισείοντα, επισείων, επισείοντος