Λέξη: αδαής
Σχετικές λέξεις: αδαής
αδαήσ αντίθετο, αδαής ορισμός, αδαής ετυμολογία, αδαής συνώνυμα, αδαήσ δάσκαλοσ, αδαής συνώνυμο, αδαής αντωνυμο
Μεταφράσεις: αδαής
αδαής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clumsy, callow, skilless, ignoranta, ignorant, ignorant of
αδαής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
torpe, inexperto, imberbe, inmaduro, Callow, inexperta
αδαής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbeholfen, schwerfällig, ungeschickt, unreif, Callow, unreifen, unreifer, unreife
αδαής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inhabile, inepte, pataud, godiche, manchot, balourd, maladroit, indélicat, malhabile, gauche, inexpérimenté, Callow, novice, sans expérience
αδαής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgraziato, impacciato, goffo, maldestro, imberbe, Callow, inesperto, inesperta, inesperti
αδαής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inexperiente, implume, Callow, imaturo, imatura
αδαής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onhandig, links, onervaren, Callow, kaal, onvolwassen
αδαής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неповоротливый, безрукий, медвежий, аляповатый, топорный, верблюжий, сиволапый, неуклюжий, косолапый, бестактный, мешковатый, грубый, неловкий, суконный, неопытный, Кэллоу, Callow, Каллоу, неоперившийся
αδαής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klosset, callow
αδαής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klumpig, drumlig, oskicklig, tafatt, callow, oerfarna, på Callow
αδαής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tökerö, rähmäkäpälä, kömpelö, kehno, kokematon, Callow, höyhenetön
αδαής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Callow, i Callow, af Callow, Callow &
αδαής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
levý, nešikovný, nejapný, netaktní, neohrabaný, nemotorný, neobratný, neopeřený, Callow, nezralý
αδαής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niekształtny, toporny, nieudolny, pokraczny, nieporęczny, niezgrabny, niezręczny, ślamazarny, niezdarny, nietaktowny, nieopierzony, pętacki, żółtodzioby, Callow, krajobraz callow
αδαής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
balkezes, zöldfülű, tapasztalatlan, Callow, éretlen
αδαής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acemi, beceriksiz, hantal, toy, Callow, tüyleri bitmemiş, tecrübesiz
αδαής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незугарний, брутальний, безтактний, неповороткий, недосвідчений, недосвідчена
αδαής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i papërvojë, axhami, papërvojë, dalë puplat, kanë dalë puplat
αδαής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неопитен, Callow, Калоу, Безсърдечният, без перушина
αδαής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неспрактыкаваны, неопытный, нявопытны
αδαής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saamatu, Kogenematu, Callow, Höyhenetön
αδαής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glomazan, nespretan, nespretni, nezreo, neiskusan, Callow, bez perija, perija
αδαής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klaufalegur, Callow
αδαής στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
inconcinnus
αδαής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žalias, nepatyręs, Callow, Nepatyrimo, Nieopierzony
αδαής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
callow
αδαής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Калоу
αδαής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stângaci, neîndemânatic, neisprăvit, novice, Callow, golaș, crud
αδαής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
netaktní, Brez perja, Callow
αδαής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemotorný, neobratný, netaktní, neohrabaný, neoperené
Τυχαίες λέξεις