Wisselgeld στα ελληνικά

Μετάφραση: wisselgeld, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλάζω, παραλλαγή, μετατροπή, παραλλάζω, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή
Wisselgeld στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • generatie στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
  • gewettigd στα ελληνικά - νόμιμος, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, εγγύηση, δικαιολογείται η, δικαιολογούνται
  • opstellen στα ελληνικά - επιμελούμαι, εκδίδω, προσχέδιο, σχέδιο, σχεδίου, σχέδια, το σχέδιο
  • spoorstaaf στα ελληνικά - σιδηροδρομικές, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομικού, σιδηροδρομικής, των σιδηροδρομικών
Τυχαίες λέξεις
Wisselgeld στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλάζω, παραλλαγή, μετατροπή, παραλλάζω, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή