Λέξη: ηλίθιος

Σχετικές λέξεις: ηλίθιος

ηλίθιος ντοστογιέφσκι pdf, ηλίθιος ντοστογιέφσκι, ηλίθιος ντοστογιέφσκι υποθεση, ηλίθιος ντοστογιέφσκι αποσπασμα, ηλίθιος ετυμολογία, ηλίθιος συνώνυμα, ηλίθιος και πανηλίθιος 2, ηλίθιος και πανηλίθιος, ηλίθιος αποφθεγματα, ηλίθιοσ ακροπόλ, ο ηλίθιος

Συνώνυμα: ηλίθιος

αμβλύς, πληκτικός, ανιαρός, άλαλος, βουβός, άλογος, ανόητος, μισθωτός κακούργος, νωθρός, στενόχωρος, περιορισμένος, ναρκωμένος, μωρός, παχυλός, πυκνός, χονδρός, θολός, χαζός, κουτός, βλακώδης, μέθυσος, απομωραμένος, άτολμος, δειλός

Μεταφράσεις: ηλίθιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asinine, idiot, stupid, fool, dumb, imbecile
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
idiota, tonto, imbécil, idiota de, idiot
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dumm, idiotisch, Idiot, Idioten, Trottel, Dummkopf
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
niais, balourd, nigaud, sot, idiot, stupide, bête, imbécile, idiote, con, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stupido, idiota, idiot, cretino, scemo, imbecille
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idiota, idiot, imbecil, bobo, estúpido
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
idioot, idiot, gek, idiote
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упрямый, глупый, ослиный, идиот, идиотом, дурак, идиота
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
idiot, idioten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
idiot, idioten, idiot som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mieletön, typerä, älytön, idiootti, idiot, idioottia, idiootilta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
idiot, fjols, idioten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hloupý, idiot, blbec, pitomec, idiote
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ośli, głupi, idiotyczny, idiota, kretyn, idiotą, idioto
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
idióta, hülye, az idióta, idiótának
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
salak, aptal, idiot, geri zekalı, ahmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ослиний, упертий, глупий, ослячий, впертий, ідіот, идиот, дурень
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
idiot, idiot i, idioti, idiote, budalla
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
идиот, глупак, пълен идиот, идиот такъв
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ідыёт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eesellik, jonnakas, idioot, loll, idiot, idioodiks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glup, magareći, idiot, budala, idiote, idiotom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hálfviti, fábjáni, asni, bjáni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
idiotas, idiot, kvailį, kvailys
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
idiots, idiot, idiotu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
идиот, идиотот, будала, идиоти
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
idiot, idioată, idiotule, idiotul, prost
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
idiot, bedak, tepec, kreten
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
idiot

Στατιστικά δημοτικότητας: ηλίθιος

Τυχαίες λέξεις