Zichtbaar στα ελληνικά
Μετάφραση: zichtbaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οπτικός, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absorberen στα ελληνικά - απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
- autonomie στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- bekwaamheid στα ελληνικά - εξουσία, κύρος, τεχνική, ικανότητα, δύναμη, δυνατότητα, ικανότητά, ...
- schamel στα ελληνικά - κακόμοιρος, αξιολύπητος, χάλια, καημένος, φτωχός, χαμηλός, πενιχρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Zichtbaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οπτικός, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
Μεταφράσεις: οπτικός, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές