Λέξη: αίσθηση

Σχετικές λέξεις: αίσθηση

αίσθηση αμαρτίας ταινία, αίσθηση αμαρτίας imdb, αίσθηση αμαρτίας, αίσθηση όσφρησης, αίσθηση πίκρας στο στόμα, αίσθηση συνώνυμο, αίσθηση παλμών, αίσθηση δίψας, αίσθηση συνώνυμα, αίσθηση ότι κάτι έχει κολλήσει στο λαιμό

Συνώνυμα: αίσθηση

έννοια, νόημα, συναίσθημα, νους, γνώση, αντίληψη, εντύπωση, συνείδηση, επίγνωση, συναίσθηση

Μεταφράσεις: αίσθηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sensation, sense, feeling, feel, sense of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sentimiento, sensación, sentido, sentido de, el sentido
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sensation, gefühl, empfindung, eindruck, meister, sinneseindruck, wahrnehmung, aufsehen, Gefühl, Sinn, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sensation, émotion, impression, maître, perception, sens, sentiment, sens de, le sens, de sens
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sensazione, senso, il senso, certo senso, sensi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mestre, remetente, sensação, sentido, senso, sentimento, sentido de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grootmeester, klapstuk, sensatie, gewaarwording, gevoel, zin, zintuig, betekenis, verstand
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фурор, чувство, сенсация, знаток, шумиха, ощущение, смысл, смысла, смысле
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følelse, sensasjon, forstand, fornuft, sans, fornuftig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sensation, känsla, avkänning, bemärkelse, mening, förnuft
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aisti, mestari, aistimus, tunto, kokemus, tunne, tuntemus, sensaatio, mielessä, merkityksessä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fornemmelse, følelse, fornuft, forstand, sans, mening
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cítění, rozruch, pocit, počitek, senzace, vjem, vzrušení, cit, pohnutí, vnímání, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sensacja, ewenement, reakcja, doznanie, uczucie, odczucie, bomba, wrażenie, poczucie, rozsądek, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenzáció, érzék, értelemben, értelme, értelemben vett
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
usta, sansasyon, duyu, duygusu, anlamda, sense, sens
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
почування, почуття, відчування, відчуття, чуття, сенс, зміст, глузд, значення, смисл
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bujë, kuptim, ndjenjë, sens, sens të, ndjenjë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чувство, смисъл, усещане, чувството, разум
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сэнс, смысл
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sensatsioon, tunne, mõttes, mõtet, tunde
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osjećaj, utisak, uzbuđenje, iznenađenje, osjet, smisao, smislu, smisla, razum
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vit, tilfinningu, skilningi, tilfinning, skilningarvit
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jausmas, jausmą, pojūtis, prasmės, prasmė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sensācija, izjūta, jēga, saprāts, sajūta, sajūtu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смисла, чувство, разум, чувството, смисол
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impresie, expert, sens, sentiment, simț, sentimentul, simt
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občutek, čut, smisel, razum, smisla
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozruch, zmysel, význam

Στατιστικά δημοτικότητας: αίσθηση

Τυχαίες λέξεις