Ανάπηρος στα αγγλικά

Μετάφραση: ανάπηρος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invalid, cripple, handicapped, disabled, amputee, crippling, crippled
Ανάπηρος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ανάπηρος

infirm
  • ασταθής
  • ασθενής
  • ανάπηρος
amputee
  • ανάπηρος
disabled
  • ανάπηρος
  • ανάγκος
crippling
  • ανάπηρος
  • χωλός

Σχετικές λέξεις: ανάπηρος

ανάπηρος επιστήμονας, ανάπηρος ετυμολογία, ανάπηρος αθλητής «έφαγε πόρτα» σε τράπεζα, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ανάπηρος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ανάξιος στα αγγλικά - unworthy, nugatory, worthless, unworthy of, be unworthy
  • ανάπαυλα στα αγγλικά - respite, breathing space, rest, break, lull
  • ανάπτυξη στα αγγλικά - development, growth, deployment, development of, developing
  • ανάρμοστος στα αγγλικά - improper, unbefitting, unbecoming, inept, incongruous
Τυχαίες λέξεις
Ανάπηρος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: invalid, cripple, handicapped, disabled, amputee, crippling, crippled