Ásványösszenövés στα ελληνικά

Μετάφραση: ásványösszenövés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωμάτωμα
Ásványösszenövés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acélos στα ελληνικά - χαλύβδινος, σκληρός, ατσάλινη, ατσάλινο, ατσαλένια
  • annyira στα ελληνικά - εκείνος, που, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
  • látóköri στα ελληνικά - οριζόντιος, οπτικό, οπτική, Visual, οπτικής, οπτικά
  • nehezék στα ελληνικά - βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
Τυχαίες λέξεις
Ásványösszenövés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωμάτωμα