Λέξη: λίγο

Σχετικές λέξεις: λίγο

λίγο ακόμα, λίγο κρασί λίγο θάλασσα και αγόρι μου, λίγο αίμα στην εγκυμοσύνη, λίγο εγώ λίγο εσύ, λίγο ακόμα στο θέατρο άλμα, λίγο ακόμα kings, λίγο ακόμα σεφέρης, λίγο πιο νωρίς λίγο πιο αργά, λίγο κρασί λίγο θάλασσα, λίγο λίγο θα με συνηθίσεις στίχοι

Συνώνυμα: λίγο

ολιγώς, ολίγο, λιγάκι, ελαφρώς

Μεταφράσεις: λίγο

λίγο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slightly, little, a little, bit, a bit

λίγο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
poco, pequeño, ligeramente, menudo, chico, poca, pequeña, poco de

λίγο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klein, wenig, schwach, geringfügig, jünger, kurz, kleine, kleinen, etwas, kleines

λίγο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cadet, concis, peu, légèrement, bref, court, doucement, guère, petit, insignifiant, faiblement, peu de, petite

λίγο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poco, piccolo, minuto, piccino, po, piccola

λίγο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
litro, pequeno, curto, breve, pouco, pequena, pouca, pouco de

λίγο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kortstondig, klein, gering, min, weinig, luttel, karig, beknopt, beetje, kort, kleine, wat

λίγο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
махонький, слегка, неглавный, немногое, маленький, короткий, немножко, малый, небольшой, малыш, незначительно, немного, малоупотребительный, краткий, усик, мало, чуть, маленькая

λίγο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lite, liten, litt, lille, little

λίγο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ringa, föga, liten, lite, lilla, litet, little

λίγο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vähän, snadi, hiukan, vähäsen, hiukkasen, pieni, hieman, lyhyt, vähäinen, turha, pikku, vain vähän

λίγο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lille, lidt, smule, ringe, little

λίγο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepatrně, trochu, mírně, nepatrný, drobný, malý, trocha, lehce, málo, malá, něco

λίγο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trochę, znikomo, delikatnie, garnek, minimalnie, mały, garnuszek, nieco, nieznacznie, ciut, lekko, niewielki, drobiazg, kalendarzyk, niewiele, mało

λίγο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kis, kicsit, kevés, a kis, keveset

λίγο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
az, kısa, küçük, biraz, küçük bir, çok az

λίγο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трошки, безладний, трохи, злегка, небагато, дещо

λίγο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pak, vogël, pak më, të vogël, shumë pak, pak të

λίγο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
малко, малка, малък, малко по, кратко

λίγο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарох, кароткi, маленький, трохі, крыху, няшмат, трошкі, немного

λίγο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vähene, väike, kergelt, vähe, veidi, natuke, pisut

λίγο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neznatno, malo, blago, neveliko, lagano, sitna, naočit, malen, male, mali, nešto, mala, pomalo

λίγο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lítið, lítill, smá, litla, svolítið

λίγο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smulkus, truputį, mažai, tiek, šiek tiek, nedaug, šiek

λίγο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neliels, maz, sīks, mazliet, nedaudz, maza

λίγο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
малку, мало, мал, мали, мала

λίγο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mic, puțin, pic, putin, mica

λίγο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mali, málo, malo, nekoliko, malce, le malo

λίγο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
málo, trochu, malý, trocha, trošku, maličký

Στατιστικά δημοτικότητας: λίγο

Τυχαίες λέξεις