Λέξη: αδιάλλακτος
Σχετικές λέξεις: αδιάλλακτος
αδιάλλακτος προταση, αδιάλλακτος λεξικο, αδιάλλακτος ορισμος, αδιάλλακτος αντωνυμο
Συνώνυμα: αδιάλλακτος
ιακωβίνος, ριζοσπαστικός, ανεξιλέωτος, ακατεύναστος, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος
Μεταφράσεις: αδιάλλακτος
αδιάλλακτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rigid, intransigent, unappeasable, irreconcilable, Jacobin, inexpiable
αδιάλλακτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rígido, tieso, intransigente, intransigentes, intransigencia
αδιάλλακτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unnachgiebig, kompromisslos, unnachgiebigen, unnachgiebige, intransigent
αδιάλλακτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fort, raide, rude, sévère, ferme, dur, coriace, rigide, intransigeant, intransigeante, intransigeance, intransigeants, intransigeantes
αδιάλλακτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rigido, intransigente, intransigenti, intransigenza, intransigent
αδιάλλακτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
direita, certo, teso, rígido, são, hirto, intransigente, intransigentes, intransigência, intransigent, acirrada
αδιάλλακτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stug, stram, stijf, strak, star, houterig, intransigent, onverzettelijk, onverzoenlijke, onverzettelijke, onbuigzame
αδιάλλακτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непреклонный, недвижимый, несгибаемый, негнущийся, суровый, косный, непоколебимый, твердый, строгий, стойкий, негибкий, неподвижный, устойчивый, жесткий, непримиримый, непримиримая, непримиримой, непримиримым, непримиримыми
αδιάλλακτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
streng, stiv, intransigent, låste, fastlåste, uforsonlig, innbitte
αδιάλλακτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
styv, fast, stel, oförsonliga, oförsonlig, omedgörliga, omedgörlig, orubblig
αδιάλλακτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäykkä, kiinteä, tinkimätön, kankea, taipumaton, jyrkkä, jyrkän, tinkimättömästi
αδιάλλακτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stiv, uforsonlige, uforsonlig, stejl, kompromisløse, ubøjeligt
αδιάλλακτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tuhý, přísný, krutý, nepoddajný, pevný, neohebný, nekompromisní, nesmiřitelný, neústupní, nesmlouvavá, neústupný
αδιάλλακτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezwzględny, sztywny, nieugięty, twardy, nieprzejednany, bezkompromisowy, nieprzejednana, nieprzejednane, nieprzejednanym
αδιάλλακτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rideg, hajthatatlan, intranzigens, hajthatatlannak, nem alkuvó, hajlíthatatlanságot
αδιάλλακτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bükülmez, eğilmez, uzlaşmaz, uzlaşmaz bir, inatçı, intransigent, da uzlaşmaz
αδιάλλακτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
праворуч, направо, непримиренний, непримиримий
αδιάλλακτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i papajtueshëm, papajtueshëm, papajtueshme, e papajtueshme, këmbëngulës
αδιάλλακτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непримирим, безкомпромисна, непримирима, непреклонната, безкомпромисен
αδιάλλακτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непрымірымы
αδιάλλακτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäik, range, Jõuline, järeleandmatu, leppimatu, järeleandmatusest, kompromissitum
αδιάλλακτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okrutan, strog, ukočen, okorio, beskompromisan, nepopustljivi, nepopustljiva
αδιάλλακτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
intransigent
αδιάλλακτος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
austerus
αδιάλλακτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvirtas, kietas, užsispyręs, nesitaikstantis, Bezkompromisowy, Nieprzejednany, nelanksti
αδιάλλακτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nekustīgs, stīvs, intransigent
αδιάλλακτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бескомпромисна, непопустлив, безкомпромисен, бескомпромисниот, тврдоглави
αδιάλλακτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rigid, intransigent, intransigentă, intransigente, intransigenți, intransigenta
αδιάλλακτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nekompromisní, stabilní, nepopustljiva, nepopustljivi, Beskompromisan
αδιάλλακτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nekompromisní, strnulý, nepoddajný, stabilní, nekompromisný, nekompromisné, nekompromisnou, nekompromisnú, nekompromisná
Τυχαίες λέξεις