Bekötött στα ελληνικά

Μετάφραση: bekötött, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Bekötött στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beképzelt στα ελληνικά - αλαζών, ξιπασμένος, υπερήφανος
  • beképzeltség στα ελληνικά - εγωισμός, εγωισμό, εγωισμού, τον εγωισμό, εγωκεντρισμό
  • bekövetkezés στα ελληνικά - γεγονός, συμβάν, περιστατικό, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
  • bele στα ελληνικά - σε, στο, στην, στη, μέσα
Τυχαίες λέξεις
Bekötött στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου