Λέξη: αναλυτικός

Σχετικές λέξεις: αναλυτικός

αναλυτικός κυβισμός, αναλυτικός μαρξισμός, αναλυτικός προϋπολογισμός έργου, αναλυτικός προυπολογισμός 4178, αναλυτικός λογαριασμός cosmote, αναλυτικός λογαριασμός wind, αναλυτικός χάρτης του πόντου, αναλυτικός ζυγός, αναλυτικός λογαριασμός vodafone, αναλυτικός συνώνυμα

Μεταφράσεις: αναλυτικός

αναλυτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
analytic, analytical, itemized, detailed, exhaustive

αναλυτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
analítico, analítica, análisis, de análisis, analíticos

αναλυτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
analytisch, analytischen, analytische, Analyse, Analysen

αναλυτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
analytique, analyse, d'analyse, analytiques, analyses

αναλυτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
analitico, analitica, analisi, di analisi, analitici

αναλυτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
analítico, analítica, análise, de análise, analíticos

αναλυτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
analytisch, analytische, analyse, de analytische, analysemethoden

αναλυτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аналитический, аналитическая, аналитическое, аналитической, аналитического

αναλυτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
analytisk, analytiske, analyse

αναλυτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
analytisk, analytiska, analys, analytiskt

αναλυτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
analyyttinen, analyyttisiä, analyyttiset, analyyttisen, analyyttistä

αναλυτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
analytisk, analytiske, analysemetode, analyse, analysekvalitet

αναλυτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
analytické, analytická, analytický, analytickou, analytického

αναλυτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
analityczny, analityczne, analityczna, analitycznych, analityczną

αναλυτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elemzési, analitikai, elemző, analitikus, vizsgálati

αναλυτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
analitik, analiz, analitik bir, bir analitik

αναλυτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аналітичний, аналітичного, аналітична

αναλυτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
analitike, analitik, analitike të, analitik në, analitik i

αναλυτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аналитичен, аналитична, аналитично, аналитични, аналитичната

αναλυτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аналітычны, аналітычнаму

αναλυτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
analüütiline, analüütilise, analüütiliste, analüütilised, analüütilist

αναλυτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
analitički, rastavljački, analitička, analitičko, analitičke, analitičkog

αναλυτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greiningu, greiningar, greiningaraðferð, greiningaraðferðinni, greinandi

αναλυτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
analitinis, analizės, analitinė, analitinio, analizinė

αναλυτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
analītisks, analītiskā, analītisko, analītiskās, analītiskais

αναλυτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аналитичка, аналитички, аналитичките, аналитичко, аналитичкиот

αναλυτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
analitic, analitică, analitice, analiză, de analiză

αναλυτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
analitska, analitično, analitična, analitični, analizna

αναλυτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
analytická, analytické, analytickej, analytických, analýzy, analytického

Στατιστικά δημοτικότητας: αναλυτικός

Τυχαίες λέξεις