Blanketta στα ελληνικά

Μετάφραση: blanketta, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λευκός, κενό, άγραφος, άγραφτος
Blanketta στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biztosítás στα ελληνικά - εγγύηση, διαβεβαίωση, σιγουριά, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ...
  • biztosíték στα ελληνικά - εχέγγυο, υπόσχομαι, ασφάλεια, ασφαλειών, ασφάλειας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
  • bliccelés στα ελληνικά - κοπή, κόβω, κόψιμο
  • blokkház στα ελληνικά - ξύλινη καλύβα, καλύβα
Τυχαίες λέξεις
Blanketta στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λευκός, κενό, άγραφος, άγραφτος