Λέξη: μέσα

Σχετικές λέξεις: μέσα

μέσα σου βρίσκομαι στίχοι, μέσα σου βρίσκομαι, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μεταφοράς, μέσα από τις φλόγες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσα σταθερής τροχιάς, μέσα στη βουή του δρόμου, μέσα μαζικής μεταφοράς, μέσα στη νύχτα των άλλων

Συνώνυμα: μέσα

σε, εν, εις, εντός

Μεταφράσεις: μέσα

μέσα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
within, inside, means, in, into

μέσα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interna, dentro, interior, adentro, en, interno, dentro de, a, plazo

μέσα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
innen, drin, innere, interieur, drinnen, innerhalb, inwendig, in, im, innerhalb von, im Rahmen

μέσα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pour, dans, intime, intérieurement, interne, à, vers, intestin, dedans, en, intérieur, au sein, sein de, au sein de

μέσα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interiore, dentro, entro, interno, all'interno, in, all'interno di, nell'ambito

μέσα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
em, inserir, intercalar, interior, inserção, murchar, interno, dentro, dentro de, no prazo, no prazo de, no âmbito

μέσα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
intern, binnen, binnenste, inwendig, te, daarbinnen, binnenlands, per, in, op, onder, bij

μέσα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
внутрь, внутри, нутро, вглубь, подноготная, изнутри, внутренний, изнанка, внутренность, в, течение, пределах, в течение, в пределах

μέσα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innenfor, innvendig, innen, innside, i, løpet, i løpet

μέσα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inre, invärtes, inuti, inne, inom, i

μέσα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sisäpuoli, sisäisesti, sisälle, sisällä, sisäinen, kuluessa, alueella, puitteissa, kuuluvat

μέσα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inden, i, indenfor, på, om, inden for, under

μέσα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vnitřní, dovnitř, uvnitř, důvěrný, za, vnitřek, v, interiér, interní, na, vnitro, během, přímo ve, přímo

μέσα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wewnątrz, środek, w, wnętrze, wewnętrzny, w ciągu, w zasięgu, ciągu, w ramach

μέσα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dutyiban, belül, belüli, keretében, tartozó

μέσα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
içinde, içeride, iç, mesafede olan, içerisinde, mesafede, içindeki

μέσα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удержати, утримуватися, прибережний, утримувати, утримати, в, у, до, на

μέσα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
brenda, brendshëm, në, kuadër, në kuadër, kuadër të

μέσα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
в, рамките, в рамките, рамките на, в рамките на

μέσα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ва, у, унутра, ў, на

μέσα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sisse, seesütlev, varjama, sisemus, jooksul, piires, raames, lähemal, lähemal kui

μέσα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iznutra, između, unutarnji, unutra, tijekom, unutrašnjost, u, unutar, roku, u roku, roku od

μέσα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inni, innan, í, undir

μέσα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
in, penitus, intus

μέσα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viduje, per, pagal, kaip

μέσα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
robežās, iekšā, laikā, ietvaros, saskaņā, attiecas

μέσα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во рамките на, во, во рамките, во рок од, во рок

μέσα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interior, în, cadrul, în cadrul, termen, termen de

μέσα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
v, notri, znotraj, v okviru, roku, v roku

μέσα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dnu, v, vnútri, vo vnútri, rámci, v rámci

Στατιστικά δημοτικότητας: μέσα

Τυχαίες λέξεις