Bohó στα ελληνικά

Μετάφραση: bohó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθυμος, παιχνιδιάρικος, ζωηρός, παιχνιδιάρη, παιχνιδιάρες, ζωηρή, frisky
Bohó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bogár στα ελληνικά - ζουζούνι, μαμούδι, έντομο, μικρόβιο, σφάλμα, bug, σφαλμάτων
  • bogárhát στα ελληνικά - Εάν, αν, περίπτωση, Σε περίπτωση, περίπτωση που
  • bohóckodás στα ελληνικά - αστείο, γελοιότητες, antics, καμώματα, θεατρινισμούς
  • bohóckodó στα ελληνικά - παλαβός, γελοίος, αγροίκος, αδέξιος
Τυχαίες λέξεις
Bohó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθυμος, παιχνιδιάρικος, ζωηρός, παιχνιδιάρη, παιχνιδιάρες, ζωηρή, frisky