Csali στα ελληνικά

Μετάφραση: csali, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα
Csali στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csalhatatlanság στα ελληνικά - αλάθητο, αλάθητου, το αλάθητο, αλαθήτου, του αλάθητου
  • csalimadár στα ελληνικά - σκαμπό, έδρανο, σκαμνί, χαφιές, κατάσκοπος, δελεαστής, πληροφορητής
  • csalit στα ελληνικά - πινέλο, βουρτσίζω, βούρτσα, σκούπα, αλσύλλιο, δασάκι, λόχμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Csali στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόλωμα, δολώματος, δολώματα, δολωμάτων, το δόλωμα