Λέξη: ασκητής

Σχετικές λέξεις: ασκητής

ασκητής english, ασκητής θάνος, ασκητής team, ασκητής του παγγαίου, ασκητής απιστία, ασκητής kick boxing, ασκητής βιβλία, ασκητής γέροντας του παγγαίου όρους, ασκητής ομοφυλοφιλία, ασκητής ψυχολόγος

Συνώνυμα: ασκητής

αναχωρήτης

Μεταφράσεις: ασκητής

ασκητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anchorite, hermit, ascetic, anchoret, eremite, ascete

ασκητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ermitaño, ascético, asceta, ascética, ascéticos, ascetismo

ασκητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsiedler, eremit, Asket, asketisch, asketischen, asketische, Asketen

ασκητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anachorète, solitaire, reclus, ermite, ascétique, ascète, ascèse, ascétiques, ascétisme

ασκητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eremita, solitario, romito, ascetico, asceta, ascetica, ascetic, ascetiche

ασκητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eremita, ascético, asceta, ascética, ascetic, ascéticas

ασκητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heremiet, kluizenaar, ascetisch, asceet, ascetische, ascese

ασκητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нелюдим, анахорет, затворник, подвижник, отшельник, пустынник, аскет, аскетом, аскетический, аскетическое

ασκητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eneboer, eremitt, asket, asketisk, asketiske, ascetic, asketen

ασκητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asketiska, asket, asketisk, asketen, asketiskt

ασκητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erakko, askeettinen, askeettista, askeettisen, askeetti, askeettisia

ασκητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
asketisk, asketiske, asket, asketen, ascetic

ασκητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poustevník, asketický, asketa, asketické, asketická, asketicky

ασκητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pustelnik, anachoreta, odludek, ascetyczny, asceta, ascetyczne, ascetyczna, ascetą

ασκητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aszkéta, aszketikus, aszkétikus, aszkézis

ασκητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sofu, münzevi, çileci, ascetic, münzevi bir

ασκητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пустинник, відлюдник, аскет

ασκητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asketik, asket, asketike, asket i

ασκητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аскетичен, аскет, аскетично, аскетична, аскетичното

ασκητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аскет

ασκητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erak, eremiit, askeetlik, askeet, askeetliku, askeetlikku, askeetlikud

ασκητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pustinjak, asketski, asketska, asket, asketa, asketskog

ασκητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ascetic

ασκητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asketiškas, asketiška, asketas, asketinis, asketai

ασκητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vientuļnieks, askēts, askētiska, askētisks, askētisku, askētiskais

ασκητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аскетски, аскетска, аскет, испосник, аскетскиот

ασκητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
singuratic, pustnic, ascetic, ascet, ascetică, ascetice, ascetica

ασκητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
asketski, asket, asketsko, asketska, Isposnik

ασκητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
asketický

Στατιστικά δημοτικότητας: ασκητής

Τυχαίες λέξεις