Λέξη: ασπίδα

Σχετικές λέξεις: ασπίδα

ασπίδα νησι, ασπίδα κατά της ομοφοβίας, ασπίδα ξάνθης, ασπίδα σπαρτιατών, ασπίδα του δαυίδ, ασπίδα του αχιλλέα, ασπίδα προστασίας, ασπίδα της αρβέρνης, ασπίδα για το παιδί, ασπίδα του αίαντα

Συνώνυμα: ασπίδα

λέπιο κροκοδίλου, ασπίς, αιγίς, προστασία, σκουτάρι

Μεταφράσεις: ασπίδα

ασπίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shield, buffer, a shield, Aspida, shield in, shield of

ασπίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escudo, proteger, broquel, parachoques, escudar, tope, resguardar, blindar, proteger a

ασπίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prellbock, zwischenspeicher, schild, schutzschild, mildern, dämpfen, abgeschirmt, stoßdämpfer, abschirmung, schirmen, schleifer, puffer, schützen, abschirmen, Schild, Schirm

ασπίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écran, tampon, voiler, enseigne, polisseur, couverture, protéger, abri, bouclier, égide, butoir, cacher, défense, protection, amortir, abriter, protéger les, soustraire

ασπίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proteggere, riparare, respingente, scudo, schermare, schermo, proteggere i

ασπίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tabuleta, aconchegar, amortecedor, âncora, escudar, abrigar, escudo, proteger, protegê, proteger os

ασπίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uithangbord, bordje, bord, stootkussen, buffer, bumper, schild, beschermen, te beschermen, schermen, te schermen

ασπίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полировщик, заслонять, экран, буфер, экранировать, осенять, щит, защита, амортизатор, глушитель, защитник, демпфер, защитить, оградить, защищать

ασπίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
buffer, vern, støtfanger, skjold, skjerme, beskytte, beskytter, å skjerme

ασπίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skydda, buffert, sköld, skyddar, avskärma, skärma

ασπίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kilpi, suojata, pehmustaa, pehmentää, suojaamaan, suojaavat, shield

ασπίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skjold, kofanger, beskytte, skærme, shield, afskærme

ασπίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakrývat, clona, chránit, skrývat, ochrana, nárazník, stínit, štít, kryt, znak, stínítko, ochránit, stínění, odstínění

ασπίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pancerz, odbój, bufor, tarczka, osłonić, tarcza, ekran, ochraniać, osłaniać, puklerz, osłona, zderzak

ασπίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csiszoló, pártfogó, öregember, polírozó, lökhárító, pajzs, megvédeni, megvédje, megvédjék, pajzsot

ασπίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalkan, tampon, korumak, korumaya, kalkanı, koruma

ασπίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щит, демпфер, буфер, екранувати, щита

ασπίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mburojë, mbrojë, mbrojtur, të mbrojtur, mbrojnë

ασπίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щит, предпази, предпазят, защита, предпазват

ασπίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абараняць, шчыт

ασπίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhver, kilp, kaitsta, kaitsevad, kilbi, eest kaitsta

ασπίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
štita, zaštita, zaštititi, zaštitnik, štititi, štit, štite, zaštitili, zaštitio

ασπίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skjöldur, skjöld, verja, hlífa, að verja

ασπίδα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tectum

ασπίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skydas, apsauga, apsaugoti, skydo, uždengti, ekranas

ασπίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekrāns, aizsargs, vairogs, pasargātu, aizsargāt, pasargāt

ασπίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
штитот, штит, се заштити, заштити, да се заштити, ги заштити

ασπίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scut, proteja, protejeze, a proteja, scutul

ασπίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ščit, ščititi, zaščitile, ščiti, ščitijo

ασπίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nárazník, štít, kryt, clona, štítom

Στατιστικά δημοτικότητας: ασπίδα

Τυχαίες λέξεις