Domborzat στα ελληνικά
Μετάφραση: domborzat, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάγλυφος, αρωγή, εκτόνωση, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Μεταφράσεις
- dombocska στα ελληνικά - λοφίσκος, ύψωμα, λοφίσκο, λοφίσκων, λοφίσκου
- domborulat στα ελληνικά - προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
- domborúság στα ελληνικά - κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity
- dombos στα ελληνικά - λοφώδης, λοφώδες, λοφώδη, λοφώδεις, ορεινό
Τυχαίες λέξεις
Domborzat στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάγλυφος, αρωγή, εκτόνωση, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Μεταφράσεις: ανάγλυφος, αρωγή, εκτόνωση, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο