Drogéria στα ελληνικά
Μετάφραση: drogéria, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρμακείο, φαρμακειο, φαρμακείου, φαρμακείων, drugstore
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drasztikus στα ελληνικά - δραστικός, δραστική, δραστικές, δραστικά, δραστικών
- drog στα ελληνικά - ναρκωτικό, φάρμακο, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
- drukker στα ελληνικά - ανεμιστήρας, βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρες, οπαδοί, θαυμαστές, οπαδούς, ...
- drága στα ελληνικά - τιμαλφής, πολύτιμος, ακριβός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή, ακριβό σχετικά
Τυχαίες λέξεις
Drogéria στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρμακείο, φαρμακειο, φαρμακείου, φαρμακείων, drugstore
Μεταφράσεις: φαρμακείο, φαρμακειο, φαρμακείου, φαρμακείων, drugstore