Λέξη: γλοιώδης
Σχετικές λέξεις: γλοιώδης
γλοιώδης συνώνυμα, γλοιώδης στα αγγλικα, γλοιώδης αντρας
Συνώνυμα: γλοιώδης
πηλώδης, ακάθαρτος, υγρός, βλεννώδης, κολλώδης, παχύρευστος, ελαιώδης, λιπαρός, μαλακός
Μεταφράσεις: γλοιώδης
γλοιώδης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
viscid, sleek, viscous, slimy, clammy, oozy, unctuous, mucilaginous
γλοιώδης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viscoso, baboso, limoso, fangoso, viscosa
γλοιώδης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwerflüssig, dickflüssig, klebrig, seiden, sämig, geschmeidig, seidig, zähflüssig, glatt, schleimig, schleimige, schleimigen, schleimiger, Schleim
γλοιώδης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gluant, glutineux, uni, polir, dense, lisse, collant, adoucir, visqueux, lisser, poisseux, tenace, planer, élégant, soyeux, poli, visqueuse, gluante, limoneux
γλοιώδης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
netto, viscoso, liscio, viscido, viscida, limaccioso, viscide
γλοιώδης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viscoso, slimy, viscosa, viscosas, limo
γλοιώδης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slijmerig, slijmerige, gniepig, slijmerig sluit, glibberige
γλοιώδης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лоснящийся, мягкий, шелковый, холеный, вяжущий, вязкий, прилизанный, глянцевитый, елейный, клейкий, тучный, тягучий, гладкий, слизистый, слизистые, скользкий, слизистая, слизистым
γλοιώδης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slimete, slimy, slimet
γλοιώδης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slemmiga, slemmig, dyig, slemmigt, inställsam
γλοιώδης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarttuva, tarrautuva, kiinnittyvä, liehakas, tarramainen, tahmea, sakea, limainen, slimy, limaista, limaisia, iljettävä
γλοιώδης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klæbrig, klistret, slimet, slimede
γλοιώδης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lepkavý, hustý, uhladit, hladit, hladký, vazký, uhlazený, slizký, mazlavý, sliznatý, slizké, slizká, hlenovité
γλοιώδης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wygładzać, zawiesisty, układny, gumowaty, łagodzić, zlizać, lśniący, lepki, elegancki, przyczepny, gładki, gładzić, śliski, obleśny, mulisty, śluzowaty, oślizgły
γλοιώδης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
iszapos, nyálkás, nyálkássá, a nyálkás
γλοιώδης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ipekli, sümüksü, sümüklü, iğrenç, slimy, sümüksü bir
γλοιώδης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гладенький, віконти, прилизаний, лискучий, глянсуватий, слизовий, слизуватий, слизистий
γλοιώδης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
baltak, rrëshqitës, neveritshëm, i neveritshëm, llucë
γλοιώδης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мазен, лигава, слузеста, слузесто, лигав
γλοιώδης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слізісты
γλοιώδης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klants, veniv, viskoosne, puuvõõrik, priske, sile, kleepuv, ligane, limane, libe, limase, mudane
γλοιώδης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
židak, zaravnati, zagladiti, njegovan, viskozan, ljigav, sluzava, ulizivački, ljigave, slimy
γλοιώδης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slimy, slímugur
γλοιώδης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lipnus, pasibjaurėtinas, gleivėtas, slidus, glitus, dumblinas
γλοιώδης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lipīgs, gļotains, glums, lišķīgs
γλοιώδης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лигави, лигав, лигава
γλοιώδης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cleios, lipicios, scarbosi, urduroși, slimy, vâscos
γλοιώδης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
viskózní, hladit, slimy, sluzasta, sluzasto, sluzasti, sluzast
γλοιώδης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lepkavý, sliznatý