Felépítmény στα ελληνικά
Μετάφραση: felépítmény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερκατασκευή, εποικοδόμημα, υπερκατασκευής, ανωδομής, υπερδομή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- felélesztés στα ελληνικά - αναζωογόνηση, αφύπνισης, Αφύπνιση, Wakeup, Έναρξης
- felélénkítés στα ελληνικά - Εντατικοποίηση, Εντατικοποίηση της, Να εντατικοποιηθούν, εντατικοποιηθούν οι, Να εντατικοποιηθούν οι
- felépítés στα ελληνικά - δομή, δομής, διάρθρωση, κατασκευή, διάρθρωσης
- felépülés στα ελληνικά - πρόσληψη, στρατολόγηση, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
Τυχαίες λέξεις
Felépítmény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερκατασκευή, εποικοδόμημα, υπερκατασκευής, ανωδομής, υπερδομή
Μεταφράσεις: υπερκατασκευή, εποικοδόμημα, υπερκατασκευής, ανωδομής, υπερδομή