Λέξη: μετρ

Σχετικές λέξεις: μετρ

μετρ σημασια, μετρ ξενοδοχειου, μετρ συνωνυμο, μετρ σε club, μετρ του σασπένς, μετρ στα ελληνικα, μετρ του σασπένς κινηματογραφος, μετρ στα μπουζουκια, μετρ ελληνικη λεξη, μετρ εστιατοριου

Μεταφράσεις: μετρ

μετρ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
master, maitre, meas, measurements, MEASURES

μετρ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maestro, dueño, profesor, amo, maitre, maître, maese, mozo, maítre

μετρ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übersteigen, herr, master, beherrschen, grund, überwinden, gebieter, meister, original, handwerksmeister, haupt, führend, meisterhaft, direktor, überwältigen, maitre, Herren, Oberkellner, Einseitig angebautes, angebautes

μετρ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maîtriser, directeur, surmonter, patron, original, seigneur, monsieur, maître, souverain, maîtrisent, bourgeois, maestro, instituteur, chef, vaincre, maitre, Me, maître d'hôtel

μετρ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
padrone, campione, maestro, maitre, maître, maìtre, Mastro

μετρ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
original, senhor, mestre, dono, patrão, mastro, amo, maitre, maître, maître do Rib Room, maítre

μετρ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oorspronkelijk, origineel, heer, directeur, meester, patroon, baas, apart, grootmeester, rector, maitre, Maître, de Maitre

μετρ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обучиться, овладеть, подчинять, руководить, подчинить, властитель, мастер, управлять, оригинал, повелитель, овладевать, владелец, перебороть, знаток, наниматель, изучить, Мэтр, Maitre, мэтра, мэтром, мэтру

μετρ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
herre, mester, Maitre, Maitre ville, hovmester

μετρ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mästare, herre, maitre

μετρ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
originaali, aito, oppi-isä, selviytyä, johtaja, herra, kukistaa, alkuperäinen, isäntä, laivuri, mestari, Maitre, Maitgre, hovimestari

μετρ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mester, herre, hersker, maitre, maître

μετρ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vládce, mistr, velitel, přednosta, vedoucí, zaměstnavatel, pán, učitel, profesor, Maitre, maître, Vrchní, mistrem, vrchní číšník

μετρ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
majster, nauczyciel, panicz, pan, władca, wzorzec, mistrz, gospodarz, szef, kapitan, właściciel, linijka, magister, Maitre, kierownik sali, maître, szef sali

μετρ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanító, fiatalúr, maitre, maître

μετρ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
usta, sahip, efendi, patron, orijinal, Şef garson, maitre, Maître

μετρ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щогла, метр, метре, Сирник

μετρ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjeshtër, kryesor, maitre

μετρ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
специалист, келнер, заемащ, управителя, заемащ най, Салонният управител

μετρ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мэтр

μετρ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
magister, omandama, maitre, Maître

μετρ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
majstorluk, gospodariti, upravljati, vodeći, Šef, maitre

μετρ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bóndi, Maitre

μετρ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
magister, dominus

μετρ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindinis, meistras, valdovas, ponaitis, savininkas, ponas, Maitre

μετρ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maestro, kungs, valdnieks, saimnieks, galvenais, meistars, oriģināls, speciālists, pavēlnieks, Maitre

μετρ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Maitre

μετρ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
principal, maestru, maitre, maître, șeful de sală, mâtre

μετρ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pán, Maitre

μετρ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pán, Maitre

Στατιστικά δημοτικότητας: μετρ

Τυχαίες λέξεις