Λέξη: φλέβα
Σχετικές λέξεις: φλέβα
φλέβα σωκράτης μάλαμας, φλέβα χρυσού, φλέβα-σ.μάλαμας στιχοι, φλέβα στο κεφάλι, φλέβα χτύπησα χρυσού, φλέβα στο μέτωπο, φλέβα κολωνάκι, φλέβα αρτηρία, φλέβα του γαληνού, φλέβα η ζωή που γρήγορα χτυπά
Συνώνυμα: φλέβα
διάθεση
Μεταφράσεις: φλέβα
φλέβα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vein, a vein, cava, vein of, the vein
φλέβα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vena, filón, la vena, venosa, de vena, venas
φλέβα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vene, maser, stimmung, ader, laune, strich, maserung, gang, hang, neigung, streifen, blutader, Vene, Ader, Venen, vein
φλέβα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
disposition, filon, fibre, veine, nervure, la veine, veineuse, esprit, veines
φλέβα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vena, filone, venosa, vene, della vena
φλέβα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
véu, veia, da veia, venosa, veias, de veia
φλέβα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nerf, ader, vlam, veneuze, geest, vene, vein
φλέβα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
узор, жилка, тенденция, склонность, настроение, жила, прожилка, вена, вены, вен, вену
φλέβα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blodåre, vene, åre, venen, vein
φλέβα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ven, venen, anda, åder, vein
φλέβα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laskimo, suoni, verisuoni, laskimoon, vein, suoneen, laskimon
φλέβα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vene, venen, blodåre, vein, ånd
φλέβα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nálada, žíla, žíly, žilní, véna
φλέβα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żyła, skłonność, żyłka, wena, żyły, żył, żyłę
φλέβα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tehetség, véna, véredény, ér, erezet, vénába, vénát
φλέβα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplardamar, damar, ven, damarı, venöz
φλέβα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вуалі, вена, Відень
φλέβα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
venë, vena, dell, venat, vena e
φλέβα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вена, жилка, жила, вената, венозна
φλέβα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вена
φλέβα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rood, järgnevus, soon, veen, veeni, veenide, vein, vaimus
φλέβα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žila, vena, ćud, vene, vein, venski, venu
φλέβα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
æð, bláæð, segamyndun, bláæðum, djúplægum
φλέβα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vena
φλέβα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vena, venų, venos, veną, venų apžiūros
φλέβα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vēna, vēnu, vēnas, vēnā, dzīslu
φλέβα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вена, вената, венска, вени, насока
φλέβα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
venă, vena, venoasă, venelor, venei
φλέβα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vene, venska, vein, žil, veno
φλέβα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žila, žily, žíla
Τυχαίες λέξεις