Hashajtó στα ελληνικά

Μετάφραση: hashajtó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρτική, υπακτική, καθαρτικές, καθαρτικού
Hashajtó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hasbeszéd στα ελληνικά - εγγαστριμυθία
  • hasbeszélés στα ελληνικά - εγγαστριμυθία
  • hasi στα ελληνικά - κοιλιακός, γαστρικός, κοιλιακό, κοιλιακή, κοιλιακού, κοιλιακής
  • hasis στα ελληνικά - χασίσι, χασίς, χασισιού, το χασίς, χασίς σε
Τυχαίες λέξεις
Hashajtó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, καθαρτικό, καθαρτική, υπακτική, καθαρτικές, καθαρτικού