Λέξη: κοστούμι
Σχετικές λέξεις: κοστούμι
κοστούμι κουμπάρου, κοστούμι γάμου, κοστούμι boss, κοστούμι θεσσαλονίκη, κοστούμι γυναικείο, κοστούμι ή κουστούμι, κοστούμι για παραγαμπράκι, κοστούμι ανδρικό, κοστούμι γαμπρού, κοστούμι στα αγγλικά
Συνώνυμα: κοστούμι
στολή, αγωγή, σειρά, ταγέρ, αίτηση
Μεταφράσεις: κοστούμι
κοστούμι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suit, costume, a suit
κοστούμι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
convenir, proceso, causa, traje, vestido, ajustar, petición, pleito, sentar, juego, traje de, demanda, de chaqueta
κοστούμι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
passen, rechtsstreit, gesuch, werbung, tracht, anzug, gerichtsverfahren, entsprechen, verfahren, farbe, anpassen, Anzug, Farbe, Klage
κοστούμι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habillement, jeu, costume, proportionner, affaire, satisfaire, requête, procès, seoir, processus, robe, adapter, habit, mise, tenue, dispute, combinaison, poursuite, complet
κοστούμι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addirsi, soddisfare, abito, lite, procedimento, causa, vestito, completo, processo, convenire, tuta, vestito di, costume
κοστούμι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sugestão, traje, caber, pleito, veste, processo, convir, costume, servir, terno, fato, terno de, ação
κοστούμι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passen, stel, rechtsgeding, proces, deugen, gewaad, dracht, kostuum, schikken, verloop, geding, stelletje, voegen, klederdracht, uitkomen, gerechtszaak, pak, kleur, suit
κοστούμι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тяжба, сватовство, годиться, комплект, иск, масть, костюм, прошение, соответствовать, просьба, подходить, пара, ходатайство, костюма, костюме, подходят
κοστούμι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dress, farge, søksmål, passer, drakt, drakten
κοστούμι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rättegång, kostym, process, klänning, dräkt, passa, passar, färg, dräkten
κοστούμι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istua, väri, anomus, mukauttaa, kokopuku, oikeudenkäynti, puku, sopia, oikeusjuttu, soveltua, suit, perässä, maata, puvun
κοστούμι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dragt, jakkesæt, suit, kulør, trop
κοστούμι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ucházení, nabídka, šaty, oděv, barva, oblek, úbor, pře, vyhovět, proces, žádost, vyhovovat, souprava, přizpůsobit, slušet, komplet, vyhovovalo, suit, kostým, žaloba
κοστούμι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozew, powództwo, kostium, ubranie, kombinezon, pasować, konkury, garnitur, rozprawa, podanie, ubierać, ubiór, kolor, nadawać, garsonka, dostosowywać, komplet
κοστούμι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pör, kosztüm, leánykérés, öltöny, kérés, ruha, öltönyt, suit, színű
κοστούμι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kostüm, takım elbise, takım, uymak, suit, uygun
κοστούμι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
костюм, прохання, клопотання
κοστούμι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kostum, përshtaten, padi, i përshtaten, Padia
κοστούμι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
костюм, дело, костюма, примера
κοστούμι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
краска, гарнiтур, касцюм, гарнітур, костюм, строй
κοστούμι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahuldama, ülikond, suit, masti, hagi, ülikonna
κοστούμι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugađanje, kostim, odijelo, suit, odijela, odijelu
κοστούμι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dragt, henta, föt, málið, mál, hentar
κοστούμι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kostiumas, kostiumą, suit, kombinezonas, tiktų
κοστούμι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzvalks, tērps, uzvalku, suit, kostīms
κοστούμι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
костум, тужба, костим, одговараат, тужбата
κοστούμι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conveni, costum, costum de, costumul, proces, exemplul
κοστούμι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oblek, obleka, suit, obleko, oblačilo, oblačila
κοστούμι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slušte, oblek, odev