Homogén στα ελληνικά

Μετάφραση: homogén, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπαγής, στερεός, ομοιογενής, ομογενής, ομοιογενές, ομοιογενή, ομογενές
Homogén στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • homogenitás στα ελληνικά - ομοιογένεια, ομοιογένειας, την ομοιογένεια, η ομοιογένεια, ομοιογενείας
  • homogenizálás στα ελληνικά - ομογενοποίηση, ομογενοποίησης, ομοιογενοποίηση, την ομογενοποίηση, ομογενοποιήσεως
  • homok στα ελληνικά - άμμος, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο
  • homokbucka στα ελληνικά - αμμόλοφος, Hurst
Τυχαίες λέξεις
Homogén στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπαγής, στερεός, ομοιογενής, ομογενής, ομοιογενές, ομοιογενή, ομογενές