Λέξη: μητρικός

Σχετικές λέξεις: μητρικός

μητρικός θηλασμός μέχρι πότε, μητρικός θηλασμός και συμπλήρωμα, μητρικός θηλασμός unilever, μητρικός θηλασμός και περίοδος, μητρικός θηλασμός και διατροφή, μητρικός θηλασμός και κάπνισμα, μητρικός θηλασμός κύπρος, μητρικός θηλασμός 2014, μητρικός θηλασμός video, μητρικός θηλασμός

Συνώνυμα: μητρικός

μήτρας, πατρικός, γονικός

Μεταφράσεις: μητρικός

μητρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maternal, motherly, parental, uterine, parent

μητρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maternal, materna, materno, de madre, maternales

μητρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mütterlich, mütterlichen, mütterliche, mütterlicher, Mutter

μητρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maternel, maternelle, maternels, de mère

μητρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
materno, materna, materne, maternamente, di madre

μητρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maternal, materna, materno, maternais, de mãe

μητρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moederlijk, moederlijke, motherly, moederliefde, de moederlijke

μητρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
по-матерински, материнский, матерински, материнская, материнское

μητρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moderlig, mode, moder, moderlige, forvirret moderlig

μητρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
moderlig, moder, moderliga, moderligt, motherly

μητρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äidillinen, motherly, äidillisiä, äidin, äidillisellä

μητρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moderlige, moderlig, moderligt, motherly

μητρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mateřský, mateřská, mateřské, mateřsky, mateřskou

μητρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
macierzyński, matczyny, macierzysty, motherly, macierzyńskie, matczyna

μητρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anyáskodó, anyai, az anyai, anyás

μητρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ana gibi, anne, anaç, annelik, motherly

μητρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
материнський, материн, матеріали, по-материнському, по-, як і, як, і

μητρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prej nëne, nëne, nënë, si nënë

μητρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
майчински, майчинска, майчина, майчинско, майчинската

μητρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
па, паводле, у, з, ў

μητρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
emalikult, emalik, emapoolne, emaliku, emalikku, emalikesse, ema-

μητρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
materinski, majčinski, majčinska, majčinskog, majcinsko, majčinske

μητρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
motherly

μητρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
motiniškai, motiniška, motiniškas, motinos

μητρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mātes, mātišķa

μητρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајчинска, мајчински, мајчинско

μητρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
matern, de mamă, maternă, materna, materne

μητρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
materinska, materinsko, materinski

μητρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
materský, materská, materinský, materským, materskú
Τυχαίες λέξεις