Λέξη: σγουραίνω

Συνώνυμα: σγουραίνω

σγουρώνω, σουφρώνω, κατσαρώνω, κάνω εύθραυστο, ψήνω, βοστρυχώ

Μεταφράσεις: σγουραίνω

σγουραίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frizzle, curl, crisp, friz

σγουραίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rizar, Frizzle, frea, Free el, a Frizzle

σγουραίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brutzeln, Frizzle, zischen, zischen sie

σγουραίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frire, rôtir, Frizzle, frisée, à Frizzle

σγουραίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arricciarsi, arricciare, Frizzle, Soffriggete

σγουραίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frigir, encaracolar, frisar, Frizzle, do frizzle

σγουραίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krullen, kroezen, sissen, Frizzle, Grow

σγουραίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жариться, завивать, жарить, завиваться, Frizzle

σγουραίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frizzle

σγουραίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frizzle, krusa håret

σγουραίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rätistä, käristää, frizzle, käristyä, kärinä, hyvä käristää

σγουραίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Frizzle

σγουραίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smažit, nakadeřit, frizzle, Frizzle se

σγουραίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usmażyć, smażyć, Frizzle, smażyć się, smażyć w

σγουραίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
göndörít, frizzle, göndörített haj

σγουραίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıvırmak, Frizzle, cızırdatarak kızartmak, cızırdayarak kızarmak, kıvrılmak

σγουραίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсмажування, жарити, жаритися, смажитися, завиватися

σγουραίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cërcëret, cërcërit, Cërcëritje, fërgoj fort

σγουραίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завивка, пържа, къдрица, Frizzle, пържа се, накъдрям

σγουραίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
завівалі, завіваліся, Павівае, завіваць

σγουραίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kähardama, lokkima, särisema, Kärinä, säbarduma, säbrutama

σγουραίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cvrčati, ispržiti, pržiti, pržiti se, malaksati od vrućine

σγουραίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frizzle

σγουραίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čirškinti, raityti, spirgėti, spraginti, iškepti

σγουραίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Frizzle

σγουραίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
frizzle

σγουραίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârlionța, Frizzle, buclă, frige la grătar, fi creț

σγουραίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
frizzle, frizzle s

σγουραίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nakadeřit
Τυχαίες λέξεις