Idomítás στα ελληνικά
Μετάφραση: idomítás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προπονούμενος, προπόνηση, εκπαίδευση, εκγύμναση, εκπαίδευση αλόγου σε περιστροφές, Ιππική Δεξιοτεχνία, dressage, Ιππικής Δεξιοτεχνίας
Μεταφράσεις
- idomszer στα ελληνικά - μετρητής, μετρητή, περιτύπωμα, gauge, περιτυπώματος
- idomtalanság στα ελληνικά - δυσμορφία, δυσπλασία, παραμορφώσεις, δυσπλασίας, δυσμορφίας
- idomító στα ελληνικά - εκπαιδευτής, προπονητής, γυμναστής, εκπαιδευτή, προπονητή
- idény στα ελληνικά - περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Τυχαίες λέξεις
Idomítás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προπονούμενος, προπόνηση, εκπαίδευση, εκγύμναση, εκπαίδευση αλόγου σε περιστροφές, Ιππική Δεξιοτεχνία, dressage, Ιππικής Δεξιοτεχνίας
Μεταφράσεις: προπονούμενος, προπόνηση, εκπαίδευση, εκγύμναση, εκπαίδευση αλόγου σε περιστροφές, Ιππική Δεξιοτεχνία, dressage, Ιππικής Δεξιοτεχνίας