Λέξη: συγυρίζω
Σχετικές λέξεις: συγυρίζω
συγυρίζω στα αγγλικα, συγυρίζω ετυμολογια, γυρίζω συγυρίζω
Συνώνυμα: συγυρίζω
νοικοκυρεύω
Μεταφράσεις: συγυρίζω
συγυρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tidy, tidy up, clean up
συγυρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pulcro, ordenado, limpio, aseado, poner en orden, ordenar, limpiar, arreglar
συγυρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufgeräumt, aufräumen, ordentlich, aufzuräumen, tidy up
συγυρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rangé, agencer, beau, joli, propre, pur, soigneux, ordonné, gentil, arranger, soigné, ordonner, régulier, classer, rajuster, clair, ranger, du rangement, rangent, à ranger
συγυρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lindo, ordinato, riordinare, riassetto, riordina, riordino, mettere ordine
συγυρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maré, arrumado, arrumados, arrumar, arrumadeira, arrumados discado
συγυρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ordelijk, opruimen, netjes, ruimen, te ruimen, opruimen van
συγυρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аккуратный, прибирать, значительный, салфеточка, подобранный, опрятный, прибрать, убрать, прибираться, прибраться, убирать, привести в порядок, убираю
συγυρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rydde opp, ryddigere opp, rydde, ryddigere, rydd opp
συγυρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snygg, ordentlig, städa, snyggt, städad, välvårdade, tidy
συγυρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siivota, siisti, siistiä
συγυρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rydde op, tidy op, rydde op i, oprydning, tidy
συγυρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čistý, uklizený, pěkný, uklidit, upravit, úhledný, uspořádat, upravený, pořádný, uklízet, uklízela
συγυρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chędogi, oprzątać, czysty, schludny, porządny, uprzątać, posprzątać, porządkować, ładny, sprzątać, czyścić, uporządkować, posprzątaj
συγυρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gondos, kosárka, kitakarít, rendbe, rendet, rendbeteszi, elrendez
συγυρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toparlanmak, toparlamak, çekidüzen, düzenli kadar, düzenli yukarı
συγυρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
охайний, прибиратися, прибирати, чистий, прибрати, забирати, прибиратимуть, збирати, прибиратиме
συγυρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pastërt, rregullt, ndreq, ndreq të, rregulloj, të ndreq
συγυρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поподредим, прочистване, да поподредим
συγυρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чисты, прыбіраць, ўбіраць, убіраць, збіраць
συγυρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korralik, kopsakas, korrastama, koristama, Siivota
συγυρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uredan, sređen, srediti, čist, urediti, pospremiti, spremati, spremati za
συγυρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snyrtilegu, snyrtilegt, snyrtilegur, snyrtilegir, umgengni
συγυρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutvarkyti, apruošti, apsiruošti, apsitriūsti, apkuopti
συγυρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzkopt, sakopt
συγυρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
среди
συγυρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pune în ordine, Faceți ordine în, Faceți ordine, aranja, orândui
συγυρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
urejeno, pospravljena, urejen, urejene, urejeni
συγυρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
upratať, odpratať, uklidit
Τυχαίες λέξεις