Illetékesség στα ελληνικά
Μετάφραση: illetékesség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, διεθνή δικαιοδοσία, τη διεθνή δικαιοδοσία, Διεθνής δικαιοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- illeték στα ελληνικά - καθήκον, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
- illetékes στα ελληνικά - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
- illogikus στα ελληνικά - παράλογος, παράλογο, παράλογη, λογικό, παράλογες
- illékony στα ελληνικά - πτητικός, πτητικών, πτητικές, πτητικό, πτητικά
Τυχαίες λέξεις
Illetékesség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, διεθνή δικαιοδοσία, τη διεθνή δικαιοδοσία, Διεθνής δικαιοδοσία
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, διεθνή δικαιοδοσία, τη διεθνή δικαιοδοσία, Διεθνής δικαιοδοσία