Λέξη: ανεκτικότητα
Σχετικές λέξεις: ανεκτικότητα
διαφορετικότητα ανεκτικότητα, ανοχή ανεκτικότητα, ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, ανεκτικότητα εκθεση, ανεκτικότητα αντίθετο, θρησκευτική ανεκτικότητα, ανεκτικότητα αντώνυμο, ανεκτικότητα λεξικό, ανεκτικότητα ορισμός, ανεκτικότητα συνώνυμα
Συνώνυμα: ανεκτικότητα
επιείκεια, ανοχή, ανεκτικότης, υπομονή, επιτρεπτό
Μεταφράσεις: ανεκτικότητα
ανεκτικότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tolerance, toleration, permissiveness, tolerability, tolerability of
ανεκτικότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tolerancia, la tolerancia, de tolerancia, tolerancia a, tolerancia de
ανεκτικότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
duldung, toleranz, verträglichkeit, Toleranz, Verträglichkeit
ανεκτικότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rusticité, indulgence, longanimité, tolérance, résistance, clémence, la tolérance, de tolérance, une tolérance, tolérance à
ανεκτικότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tolleranza, la tolleranza, di tolleranza, tolleranza di, della tolleranza
ανεκτικότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à
ανεκτικότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tolerantie, verdraagzaamheid, de tolerantie, tolerance, tolerantie van
ανεκτικότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
попустительство, допуск, терпимость, толерантность, терпимости, толерантности
ανεκτικότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toleranse, toleransen
ανεκτικότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tolerans, toleransen
ανεκτικότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kestokyky, sietäminen, toleranssi, suvaitsevaisuus, suvaitsevaisuutta, suvaitsevaisuuden, toleranssin
ανεκτικότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tolerance, tolerancen, tolerance over
ανεκτικότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snášenlivost, odolnost, tolerance, shovívavost, toleranci, odchylka, tolerancí, toleranční
ανεκτικότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tolerowanie, pobłażanie, pobłażliwość, tolerancja, odporność, tolerancji, tolerancję, tolerancją
ανεκτικότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kímélet, tolerancia, a tolerancia, toleranciát, tűrés, tűréshatár
ανεκτικότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tolerans, toleransı, hoşgörü, toleranslı, toleransının
ανεκτικότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
толерантність, терпимість, толерантность
ανεκτικότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tolerancë, toleranca, tolerancës, tolerancën, toleranca e
ανεκτικότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
толерантност, толеранс, търпимост, толерантността, отклонение
ανεκτικότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
талерантнасць, талерантнасьць, талеранцыя
ανεκτικότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tolerants, taluvusvõime, sallivus, tolerantsus, sallivuse, sallivust, tolerantsuse
ανεκτικότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tolerancije, tolerancija, odstupanje, trpeljivost, toleranciju, podnošljivost, toleranciji
ανεκτικότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umburðarlyndi, þol, þoli, vikmörk, frávik
ανεκτικότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tolerancija, tolerancijos, nuokrypis, toleranciją, leistinas nuokrypis
ανεκτικότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tolerance, pielaide, iecietība, pielaides, pielaidi
ανεκτικότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
толеранција, толеранцијата, на толеранција, толерантноста, толеранција на
ανεκτικότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
toleranţă, toleranță, toleranța, toleranței, toleranta, de toleranță
ανεκτικότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tolerance, toleranca, strpnost, strpnosti, toleranco
ανεκτικότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tolerancia, tolerancie, toleranciu, tolerancií