Illetmény στα ελληνικά
Μετάφραση: illetmény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμάριο, δίδακτρα, αμοιβή, μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- illetlen στα ελληνικά - βαθμίδα, κατατάσσω, βαθμός, βαθμολογώ, απρεπής, άσεμνος, άσεμνο, ...
- illetlenség στα ελληνικά - απρέπεια, αισχρότητα, άσεμνης, άσεμνο, indecency
- illeték στα ελληνικά - καθήκον, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
- illetékes στα ελληνικά - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Τυχαίες λέξεις
Illetmény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμάριο, δίδακτρα, αμοιβή, μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών
Μεταφράσεις: τιμάριο, δίδακτρα, αμοιβή, μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών