Λέξη: όπλα

Σχετικές λέξεις: όπλα

ὀπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους»

Μεταφράσεις: όπλα

όπλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arms, weapons, guns, weapons of, weapon

όπλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
armamento, armas, brazos, los brazos, de armas, las armas

όπλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewaffnung, waffe, waffen, wappen, arme, Waffen, Arme, Armen

όπλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brachiale, armes, engin, armement, blason, armoiries, arme, armure, bras, les bras, armements, les armes

όπλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stemma, braccia, armi, le braccia, bracci

όπλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brasão, braços, armas, os braços, de armas

όπλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
armen, wapens, de armen, takken

όπλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вооружение, оружие, руки, оружия, вооружений, вооружениями

όπλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
armer, armene, lurte, våpen

όπλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
armar, armarna, vapen, beväpnar

όπλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kädet, syli, aseet, aseiden, aseita, käsivarret, varret

όπλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arme, våben, afsted, armene, parter

όπλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výzbroj, erb, vyzbrojení, zbraň, zbraně, ramena, paže, zbrojní, zbraněmi

όπλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzbrojenie, broń, herb, ramiona, broni, ramion

όπλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fegyver, karok, fegyvert, karokkal, karjai

όπλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silâh, silah, kolları, kollar, silahların

όπλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зброя, озброєння, зброю, оружие, зброї

όπλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
armëve, të armëve, Armët e, krahët, e armëve

όπλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
герб, оръжие, обятия, ръцете, оръжия, стрелково

όπλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зброю, зброя

όπλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
relvad, vapid, käed, relvade, relvi, käte

όπλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naoružavanje, oružje, ruke, naoružanja, oružja, ruku, rukama

όπλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hergögn, vopn, Arms, handleggjum, armar, handleggi

όπλα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arma

όπλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
herbas, ginklai, ginklų, Arms, ginklais, rankos

όπλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierocis, ieroču, rokas, ieroči, ieročiem

όπλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оружје, раце, оружјето, рацете, на оружје

όπλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arme, brațele, brațe, armelor, de arme

όπλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paže, orožjem, orožje, z orožjem, orožja, ročice

όπλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výzbroj, paže, zbrojní, zbrane, zbraní, zbraň

Στατιστικά δημοτικότητας: όπλα

Τυχαίες λέξεις