Λέξη: άλογο

Σχετικές λέξεις: άλογο

άλογο εικόνα, άλογο βικιπαίδεια, άλογο αναπαραγωγή, άλογο κινέζικο ωροσκόπιο, άλογο όνειρο, άλογο αγορά, άλογο ιππασίας, άλογο τιμή, άλογο ονειροκρίτης, άλογο ετυμολογία

Συνώνυμα: άλογο

ίππος

Μεταφράσεις: άλογο

άλογο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
horse, horseback, a horse

άλογο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caballo, cabalgadura, caballos, del caballo, caballo de, de caballos

άλογο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heroin, gaul, ross, pferd, kavallerie, Pferd, Pferde, Pferdes, horse

άλογο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cheval, cavalerie, héroïne, bourrin, chevaux, cheval de, à cheval, le cheval

άλογο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cavalleria, cavallo, horse, a cavallo, cavallo di, del cavallo

άλογο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cavalo, cavalos, horrorizar, heroína, animal, do cavalo, cavalo de, horse

άλογο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heroïne, paard, ros, paarden, horse, het paard, paard van

άλογο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лошадь, покрывать, случать, кон, конь, лошади, коня, верховая

άλογο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hest, Horse, hesten, heste, hestens

άλογο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
häst, hästen, horse, hästens

άλογο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ratsu, pukki, sahapukki, hevonen, heroiini, hevosen, horse, hevosta, hevosten

άλογο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hest, hesten, heste, horse, hestens

άλογο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kůň, jízda, koně, jízda na, koní

άλογο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koń, kawaleria, trzepak, konina, jazda, konik, konia, horse, koni, konna

άλογο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitorlarúdsín, ló, lovat, lovas, horse, a ló

άλογο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eroin, at, aygır, beygir, Horse, atı, ATI, atın

άλογο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кінь, пороти, покривати, коня, лошадь

άλογο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kalë, kali, kuaj, kalë i, në kalë

άλογο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кавалерия, кон, лошава, коня, конна, чума, чума по

άλογο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
конь, каня, лошадь

άλογο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hobune, ratsu, pukk, hobuse, hobuste, horse, hobust

άλογο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konj, konja, Horse, konjska, konju

άλογο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hestur, hross, hesturinn, hestinn, hest, hesta

άλογο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
equus, caballus

άλογο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arklys, Horse, Jodinėjimas, arklių, žirgų

άλογο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zirgs, Zirgu, horse, zirga, Izjādes ar

άλογο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коњаница, коњето, коњ, коњот, коњска, коњи, Закон

άλογο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cal, cai, calul, de cai, de cal

άλογο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konj, horse, konja, konjske, Konjska

άλογο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kôň, horse

Στατιστικά δημοτικότητας: άλογο

Τυχαίες λέξεις