Kölcsönviszony στα ελληνικά

Μετάφραση: kölcsönviszony, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχέτιση, αναλογία, λόγος, λόγο, σχέση, λόγου
Kölcsönviszony στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kölcsönadás στα ελληνικά - δάνειο, δανεισμός, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
  • kölcsönhatás στα ελληνικά - παρεμβολή, αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, η αλληλεπίδραση, της αλληλεπίδρασης
  • kölcsönös στα ελληνικά - εναλλάσσω, αμοιβαίας, αμοιβαία, αμοιβαίων, την αμοιβαία, αμοιβαίο
  • kölcsönösség στα ελληνικά - συσχέτιση, αμοιβαιότητα, αμοιβαιότητας, της αμοιβαιότητας, την αμοιβαιότητα, η αμοιβαιότητα
Τυχαίες λέξεις
Kölcsönviszony στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχέτιση, αναλογία, λόγος, λόγο, σχέση, λόγου